- εφυάλωση
- η [εφυαλώνω]η ενέργεια τού εφυαλώνω, το εφυάλωμα, το σμάλτωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σμάλτωμα — το, Ν [σμαλτώνω] επίχριση με σμάλτο, σμάλτωση, εφυάλωση … Dictionary of Greek
σμάλτωση — η, Ν [σμαλτώνω] Ν 1. επίχριση μιας επιφάνειας με σμάλτο, εφυάλωση 2. επικάλυψη κεραμεικού ή μεταλλικού αντικειμένου με σμάλτο 3. φρ. «σμάλτωση ηλεκτρικού αγωγού» μόνωση ηλεκτρικού αγωγού, που επιτυγχάνεται με εναπόθεση λεπτού στρώματος σμάλτου,… … Dictionary of Greek
υαλοβερνίκωμα — Το υαλώδες επίχρισμα των κεραμικών αντικειμένων, με το οποίο γίνονται υδατοστεγή. Το υ. είναι αραιός πολτός βορικοπυριτικών αλάτων, στο οποίο εμβαπτίζονται τα αντικείμενα που πρόκειται να υαλοβερνικωθούν. Ο πολτός αυτός εισχωρεί σε ελάχιστο βάθος … Dictionary of Greek
υαλογάνωμα — το, Ν εφυάλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + γάνωμα] … Dictionary of Greek
υαλογάνωση — το, Ν εφυάλωση, σμάλτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + γανώνω(Ι)] … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μιστρά — Το μουσείο του Μιστρά στεγάζεται στο συγκρότημα του μητροπολιτικού μεγάρου, στη δυτική πλευρά της αυλής του Αγίου Δημητρίου, της Μητρόπολης του Μιστρά. Μια επιγραφή που σώζεται στον εξώστη, αριστερά από την πόρτα του μουσείου, μας πληροφορεί ότι… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek